Ἀνδρονίκων

Ἀνδρονίκων
Ἀνδρόνικος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …   Dictionary of Greek

  • Σισμανίδες — Βασιλική δυναστεία της Βουλγαρίας (1323 1371) και πριγκιπική του Τύρνοβου (1371 1393). 1. Σισμάν A’, Μιχαήλ. Ιδρυτής της δυναστείας. Εκλέχτηκε από τους βογιάρους τσάρος και διαδέχτηκε στο θρόνο του Τύρνοβου το Γεώργιο Τερτερή B’. Αναμείχτηκε στον …   Dictionary of Greek

  • АНДРОНИК II ПАЛЕОЛОГ — (1259 или 1260 13.02.1332), визант. имп. (11 дек. 1282 24 мая 1328), сын Михаила VIII Палеолога, с 8 нояб. 1272 г. соправитель отца. Его 46 летнее самостоятельное правление было одним из самых продолжительных в истории Византийской империи. По… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”